- ουραίο(ν)
- το казённая часть (винтовки и т. п.);
κινητό ουραίο(ν) — затвор (ружья)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κινητό ουραίο(ν) — затвор (ружья)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… … Dictionary of Greek
ουραίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά: Ουραίο πηδάλιο του αεροσκάφους. 2. ως ουσ., ουραίο, το εξάρτημα του στρατιωτικού τουφεκιού: Κινητό ουραίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροσσοπτερύγιοι — (crossopterygii). Υφομοταξία τελεόστεων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει τόσο απολιθωμένες όσο και σύγχρονες μορφές. Η εμφάνιση αυτών των ζώων, που φέρουν οστέινο σκελετό, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του σιλουρίου (πριν από περίπου 420 εκατ. χρόνια)· η … Dictionary of Greek
ομόκερκος — η, ο ζωολ. α) χαρακτηρισμός ψαριών που το ουραίο πτερύγιό τους είναι συμμετρικό β) το ουδ. ως ουσ. το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών που έχει σχεδόν ή πλήρως σύμμετρο τον άνω και κάτω λοβό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κέρκος «ουρά». Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
ουραίος — (I) α, ο (ΑΜ οὐραῑος, α, και η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών») 2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ουραίο στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό… … Dictionary of Greek
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek
δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek
ακρούραιο — και ακρουραίο, το η άκρη τού ουραίου οπισθογεμούς όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουραίο η λ. πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόριο Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ, la queue de culasse] … Dictionary of Greek
αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά … Dictionary of Greek